Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τῷ Ἐνυαλίῳ

См. также в других словарях:

  • Ἐνυαλίῳ — Ἐνυάλιος the Warlike masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυαλίῳ — ἐνῡαλίῳ , Ἐνυάλιος the Warlike masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνυαλίωι — Ἐνυαλίῳ , Ἐνυάλιος the Warlike masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gortys — Gesetzestext im Odeion von Gortys Gortys (altgriechisch Gortyn (Γορτύν) oder Gortyna (Γόρτυνα),[1] neugriechisch auch Gortys Γόρτυς) war eine antike Stadt im zen …   Deutsch Wikipedia

  • κορυθάιξ — κορυθάϊξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σείει την περικεφαλαία 2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυ άϊξ, τριχ άϊξ] …   Dictionary of Greek

  • όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»